Η πρώτη μου εικόνα από την Ουαγκαντούγκου ήταν εκείνη μιας πόλης σε αναμονή. Το κόκκινο χώμα είχε θαφτεί κάτω από στρώματα σκόνης, κι η αψιά μυρωδιά της αμπαρόριζας με τη μέντα αιχμαλώτιζε την αίσθηση — σαν μια γνωριμη ανάμνηση.
Ένα παλιό, κίτρινο ταξί σταμάτησε μπροστά μου με ένα μουγκρητό. Ο οδηγός —ένας άνδρας γύρω στα 45— χαμογέλασε πλατιά και, με τα βαριά γαλλικά της Μπουρκίνα, με ρώτησε πού ήθελα να πάω. «Στο μνημείο του Τομά Σανκάρα», απάντησα.
Λίγη ώρα αργότερα, στέκομαι μπροστά στην...