Η πρώτη μου εικόνα από την Ουαγκαντούγκου ήταν εκείνη μιας πόλης σε αναμονή. Το κόκκινο χώμα είχε θαφτεί κάτω από στρώματα σκόνης, κι η αψιά μυρωδιά της αμπαρόριζας με τη μέντα αιχμαλώτιζε την αίσθηση — σαν μια γνωριμη ανάμνηση.
Ένα παλιό, κίτρινο ταξί σταμάτησε μπροστά μου με ένα μουγκρητό. Ο οδηγός —ένας άνδρας γύρω στα 45— χαμογέλασε πλατιά και, με τα βαριά γαλλικά της Μπουρκίνα, με ρώτησε πού ήθελα να πάω. «Στο μνημείο του Τομά Σανκάρα», απάντησα.
Λίγη ώρα αργότερα, στέκομαι μπροστά στην είσοδο του μεγάρου. Εκεί, στην πόρτα που το 1987 ο Τομά Σανκάρα, ντυμένος με την επίσημη στολή του, βγήκε να αντικρίσει τους δολοφόνους του.
Νιώθω έναν κόμπο στο λαιμό. Όχι για τη δολοφονία αλλά για όλες τις επαναστάσεις των γενναίων που πνίγηκαν στο αίμα και για τους φόβους που νίκησαν τις ζωές μας. Και κυρίως για εκείνους που γεννήθηκαν στη λάθος μεριά της ιστορίας και της γεωγραφίας .
Από την επανάσταση στον έλεγχο: ναρκωτικά και το αόρατο μέτωπο
Στην Μπουρκίνα επικρατούσε ένας υπόκωφος αναβρασμός. Στα άνυδρα τοπία των επαρχιών, τα μισοχτισμένα τούβλινα σπίτια στέκονταν κάτω από τον καυτό ήλιο, περιμένοντας την επιστροφή των ιδιοκτητών τους. Ανάμεσα στα ερείπια, τη φτώχεια και τις σκελετωμένες γυναίκες που πουλούσαν τα κατακίτρινα μάνγκο ήξερες πως υπήρχε κάτι ακόμα που δεν είχε ειπωθεί.
Και το κατάλαβα τη δεύτερη φορά που επέστρεψα στην Μπουρκίνα, όταν ο Ιμπραχίμ Τραορέ ανέτρεψε το πρώτο πραξικόπημα του Νταμίμπα και ανέλαβε την εξουσία, γεμάτος υποσχέσεις και ελπίδα.
Ποιο όμως είναι το μέλλον μιας χώρας που από τη δολοφονία του Σανκάρα το 1987 βρέθηκε κάτω από διαδοχικά καθεστώτα, που με τη στήριξη της δύσης έπνιγαν κάθε απόπειρα χειραφέτησης και βυθίζαν τη χώρα σε εξαθλίωση;
Η αλήθεια είναι ότι τα γεγονότα της Μπουρκίνα δεν μπορούν να αναλυθούν μεμονωμένα. Η ισλαμιστική επέκταση στη Μπουρκίνα Φάσο αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης περιφερειακής σύγκρουσης που πλήττει την περιοχή του Σαχέλ και επηρεάζει το Μάλι, τον Νίγηρα, το Τσαντ και τμήματα της Νιγηρίας.
Η βία κλιμακώθηκε δραματικά το 2015, όταν ένοπλες ομάδες με αφετηρία το Μάλι ξεκίνησαν μια σειρά από επιθέσεις στη Μπουρκίνα, οδηγώντας σε ακόμα μεγαλύτερη αποσταθεροποίηση της περιοχής. Οι ομάδες αυτές δρούσαν ελεύθερα, παρόλη την έντονη στρατικοποίηση της περιοχής και την παρουσία της γαλλικής Barkhane.
Παράλληλα με την τρομοκρατία, για χρόνια ανθούσε ένα άλλο είδος πολέμου: το εμπόριο κοκαΐνης και μεθαμφεταμινών. Υπολογίζεται ότι σχεδόν το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής κοκαΐνης (εκτός ΗΠΑ) περνά από τη Δυτική Αφρική για να καταλήξει στα ευρωπαϊκά λιμάνια. Περίπου 50 τόνοι το χρόνο διοχετεύονται στην Ευρώπη, ενώπιον των «αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων».
Κι όμως, μεταξύ 2013 και 2020, οι επίσημες καταγραφές στο Σαχέλ δεν ξεπερνούσαν τα 13 κιλά κοκαΐνης ετησίως — και μόλις 30 κιλά Tramadol. Το 2021 εντοπίστηκαν και δεσμεύτηκαν μόλις 41 κιλά κοκαΐνης σε όλη την περιοχή. Ξαφνικά, το 2022 —μετά την αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων και την αλλαγή ηγεσίας σε Μάλι, Μπουρκίνα και Νίγηρα— οι αριθμοί εκτοξεύονται: 868 κιλά κοκαΐνης συνολικά. Μόνο στη Μπουρκίνα έπεσαν στα χέρια των αρχών και καταστράφηκαν 488 κιλά κοκαΐνης και 848 κιλά Tramadol.
Πολλοί έσπευσαν να ερμηνεύσουν την αύξηση των κατασχέσεων ως ένδειξη έξαρσης του λαθρεμπορίου ναρκωτικών μετά την αποχώρηση των ξένων δυνάμεων. Όμως το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι γιατί αυξήθηκαν οι κατασχέσεις, αλλά γιατί ήταν σχεδόν ανύπαρκτες όσο οι Γάλλοι δήλωναν παρόντες. Τα στοιχεία αυτά δεν αποκαλύπτουν κάτι καινούργιο· απλώς φέρνουν στην επιφάνεια μια πραγματικότητα που ως τότε έμενε σιωπηλά στο περιθώριο. Όχι επειδή δεν υπήρχε, αλλά επειδή κανείς δεν την κατέγραφε.
Η επίσημη αφήγηση της δυσης και της Γαλλίας ήταν πως η στρατιωτική της παρουσία στο Σαχέλ αποσκοπούσε στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Ωστόσο, αν κάποιος θέλει πραγματικά να αποδυναμώσει την τρομοκρατία, ξεκινά από το βασικό ερώτημα: ποιος τη χρηματοδοτεί; Οι απαγωγές και οι ληστείες δεν επαρκούν για να συντηρήσουν οργανωμένα ένοπλα δίκτυα. Το εμπόριο ανθρώπων και ναρκωτικών αποτελεί εδώ και χρόνια μια από τις βασικές πηγές χρηματοδότησής τους — μαζί με κάθε μορφή εργαλειοποίησης από εξωτερικές δυνάμεις.
Το γεγονός ότι επί χρόνια καταγράφονταν σχεδόν μηδενικές κατασχέσεις, σε μια από τις πιο ενεργές διαδρομές διακίνησης κοκαΐνης στον κόσμο, δεν μαρτυρά έλλειψη λαθρεμπορίου, αλλά έλλειψη πολιτικής βούλησης ή/και δυνατότητας να αντιμετωπιστεί. Και τα νούμερα που εμφανίστηκαν ξαφνικά μετά την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων δεν δείχνουν έξαρση — δείχνουν αποκάλυψη.
Αν οι αποστολές ασφαλείας ενδιαφέρονταν πράγματι για τη σταθερότητα και την ασφάλεια, θα ξεκινούσαν από τη ρίζα του προβλήματος: θα χτυπούσαν τα οικονομικά δίκτυα που στηρίζουν την τρομοκρατία. Όχι μόνο στο πεδίο, αλλά και στις διεθνείς διαδρομές και στις υπόγειες οικονομίες.
Αντί να ερμηνεύουμε τις κατασχέσεις ως ένδειξη αποσταθεροποίησης, ίσως ήρθε η ώρα να τις δούμε ως σημάδι μιας νέας πραγματικότητας: ότι για πρώτη φορά, οι τοπικές αρχές έχουν τον χώρο να δουν, να εφαρμόσουν τη δική τους στρατηγική ασφαλείας χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις.
Ένας πόλεμος χωρίς γραμμές: Τζιχαντιστές, κοινότητες και συγκρούσεις
Σήμερα, στη Μπουρκίνα Φάσο δρουν δύο κύριες τζιχαντιστικές οργανώσεις: η Jama'at Nasr al-Islam wal Muslimin (JNIM), ευθυγραμμισμένη με την Αλ Κάιντα, και το Islamic State in the Greater Sahara (ISGS), συνδεδεμένο με το Ισλαμικό Κράτος (ISIS).
Οι ομάδες αυτές εκμεταλλεύτηκαν τη θεσμική αδυναμία του κράτους, τη φτώχεια, τις ενδοκοινοτικές εντάσεις —ιδίως μεταξύ Φουλάνι και άλλων φυλών— και τη γενικευμένη δυσαρέσκεια απέναντι στην εξουσία και τις ξένες δυνάμεις. Ο απολογισμός είναι τραγικός: χιλιάδες νεκροί και πάνω από δύο εκατομμύρια εσωτερικά εκτοπισμένοι.
Μέχρι το 2024, εκτιμάται ότι πάνω από το 50% της επικράτειας δεν τελούσε υπό πλήρη κρατικό έλεγχο. Το 2025, η κυβέρνηση Τραορέ ανακοίνωσε ότι ελέγχει πλέον 60 έως 70% της χώρας. Οι πόλεις και οι βασικοί οδικοί άξονες παραμένουν υπό κυβερνητικό έλεγχο, όμως συχνά περιβάλλονται από ζώνες όπου οι ένοπλες οργανώσεις διατηρούν ισχυρή παρουσία.
Το κράτος έχει όντως ανακτήσει εδάφη, αλλά δεν έχει κατορθώσει να εγκαθιδρύσει συνεχή και ολοκληρωμένο έλεγχο εκτός των κύριων αστικών κέντρων.
Καθώς οι τζιχαντιστές εδραιώνονται στις απομονωμένες ή "ξεχασμένες" περιοχές, η σταθερότητα της κυβέρνησης δοκιμάζεται — και αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις. Πολλά από τα χωριά που γίνονται στόχοι επιθέσεων βρίσκονται σε περιοχές με κυρίαρχη τη φυλή Φουλάνι (Fulani ή Peulh).
Αυτές οι νομαδικές ή ημινομαδικές κοινότητες βρίσκονται στο επίκεντρο της σύγκρουσης για δύο λόγους: λόγω της γεωγραφικής τους θέσης σε στρατηγικά σημεία και επειδή τμήμα του πληθυσμού έχει στρατολογηθεί από τις τζιχαντιστικές οργανώσεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η συμμετοχή δεν είναι προϊόν ιδεολογίας, αλλά αποτέλεσμα εκβιασμού, φτώχειας ή ανάγκης επιβίωσης.
Αντίστοιχα, σε πολλές περιοχές, αντίπαλες ένοπλες ομάδες ή φιλοκυβερνητικές πολιτοφυλακές (όπως οι VDP – Volontaires pour la Défense de la Patrie) απαντούν με εκδικητικές επιθέσεις σε ολόκληρες κοινότητες, κατηγορώντας τις συλλογικά για συνεργασία με τζιχαντιστές. Οι καταγγελίες αυτές όμως δεν μπορούν να ερμηνεύονται με απλοϊκούς όρους, όπως αυτοί που υιοθετούνται από διεθνή ΜΜΕ και ΜΚΟ με ελλιπή γνώση του πεδίου.
Δεν πρόκειται για μια σύγκρουση "καλού κράτους" απέναντι σε "κακούς τρομοκράτες", ούτε για καθαρή κρατική καταστολή. Είναι ένας βίαιος, ασύμμετρος και περίπλοκος πόλεμος, όπου η γραμμή μεταξύ μαχητή και άμαχου όλο και θολώνει.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ανάγκη για λογοδοσία. Αλλά η ευθύνη είναι συλλογική, ιστορική και πολυπαραγοντική — δεν περιορίζεται στο πρόσωπο του Τραορέ.
Η εικόνα της «κυβέρνησης που σφάζει μειονότητες» εξυπηρετεί γεωπολιτικά αφηγήματα, όχι όμως την πραγματικότητα.
Και σε αυτό το πεδίο, κάθε εύκολη καταγγελία χωρίς κατανόηση του πολέμου που ζει η χώρα, είναι επικίνδυνα παραπλανητική.
Ρήξη με τη Δύση – Νέοι σύμμαχοι, νέα στρατηγική
Η αποχώρηση της Μπουρκίνα Φάσο, μαζί με το Μάλι και τον Νίγηρα, από την ECOWAS τον Ιανουάριο του 2024 —και η επίσημη επιβεβαίωσή της στις 29 Ιανουαρίου 2025— έγινε στο όνομα της αντίδρασης στις απάνθρωπες κυρώσεις που είχε επιβάλει η ECOWAS ως απάντηση στα πραξικοπήματα.
Η στάση της ECOWAS εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο διπλών ηθικών στάνταρ. Υποστήριξε αυταρχικά καθεστώτα, όπως στο Τσαντ, χωρίς καν να απαιτεί εκλογική νομιμοποίηση. Την ίδια στιγμή, επέβαλε κυρώσεις και απείλησε με στρατιωτικές επεμβάσεις όσους αμφισβήτησαν τις παραδοσιακές δομές εξουσίας.
Ως απάντηση, οι τρεις χώρες ίδρυσαν τον Σεπτέμβριο του 2023 την Alliance des États du Sahel (AES). Ξεκίνησε ως αμυντικό σύμφωνο και εξελίχθηκε σε ιδιόμορφη συνομοσπονδία το 2024–2025. Για τη Μπουρκίνα, η επιβολή δυτικών μοντέλων διακυβέρνησης από έναν θεσμό που λειτούργησε εκβιαστικά και ολιγαρχικά αποδείχθηκε ασύμβατη. Η ιστορία δείχνει ότι όπου επιβλήθηκε «δημοκρατία εξαγωγής», το αποτέλεσμα ήταν αποσταθεροποίηση, βία, διαφθορά και θεσμική αποσύνθεση.
Καθώς η γαλλική επιρροή αποδυναμώνεται, η Μπουρκίνα Φάσο αναζητά νέους συμμάχους — και η Ρωσία εμφανίζεται ως φυσικός εταίρος. Η συνεργασία ξεκίνησε με την παραστρατιωτική Wagner μετά το πραξικόπημα του Τραορέ, αλλά εξελίσσεται πλέον υπό το Africa Corps, το οποίο υπάγεται απευθείας στο ρωσικό Υπουργείο Άμυνας.
Πρόκειται για μια θεσμική μεταβολή: όχι πια μισθοφορικές δομές, αλλά ένα είδος σκιώδους κρατικής παρουσίας — με σαφή ιεραρχία, κρατική χρηματοδότηση και γεωπολιτικούς στόχους. Στο Λουμβίλα, βορειοανατολικά της Ουαγκαντούγκου, στεγάζεται ήδη ρωσική βάση με 100 άνδρες, που αναμένεται να φτάσουν τους 300 εντός του 2025.
Ωστόσο, η Μπουρκίνα δεν εξαρτήθηκε ποτέ αποκλειστικά από τη Μόσχα. Ο στρατός της διαθέτει, εδώ και δεκαετίες, οπλικά συστήματα από τη Σοβιετική Ένωση, τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Γιουγκοσλαβία. Η ρωσική παρουσία δεν αφορά μόνο εξοπλισμούς. Σηματοδοτεί και την επιβολή ενός νέου γεωπολιτικού πλαισίου, στο οποίο η Μόσχα επιδιώκει να επηρεάσει στρατηγικούς τομείς.
Στο οικονομικό πεδίο, η κυβέρνηση Τραορέ πήρε εμβληματικές πρωτοβουλίες: εθνικοποίησε τα μεγαλύτερα κοιτάσματα χρυσού μέσω της κρατικής SOPAMIB, αύξησε τη συμμετοχή του κράτους στο 15%, περιόρισε τις εξαγωγές από μικρούς παραγωγούς και δημιούργησε διυλιστήριο, ώστε μέρος της αξίας να παραμένει στη χώρα. Παράλληλα, εταιρείες όπως η ρωσική Nordgold εξακολουθούν να ελέγχουν έως και το 90% ορισμένων περιοχών, αλλά πλέον υπό αυστηρότερο φορολογικό και ρυθμιστικό πλαίσιο.
Η συνεργασία με τη Ρωσία δεν περιορίζεται σε εξοπλιστικά πακέτα. Είναι μέρος μιας συνολικής αναδιάταξης. Εθνικοποίηση των πόρων, νέα διπλωματική κατεύθυνση, στρατιωτική αυτονόμηση — και μια σχέση με τη Μόσχα στη βάση διαπραγμάτευσης, όχι υποτέλειας. Το ζήτημα, τελικά, δεν είναι τι προσφέρει η Ρωσία. Είναι ποιος καθορίζει την εθνική στρατηγική· ποιος αποφασίζει πού θα πάνε τα έσοδα και πώς ορίζεται η ασφάλεια και το μέλλον της χώρας.
Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, η Μπουρκίνα Φάσο —όπως και άλλες χώρες του Σαχέλ— προσπαθεί να γράψει η ίδια την ιστορία της. Όχι όπως την σχεδίασαν οι πρώην προστάτες, αλλά μέσα από δικές της αποφάσεις, πειραματισμούς και ρήξεις.
Η πολιτική και θεσμική εξέλιξη μιας κοινωνίας δεν είναι ποτέ γραμμική. Όμως μόνο μια χώρα που έχει το δικαίωμα να χαράξει τη δική της πορεία, έχει και τη δυνατότητα να μάθει, να διορθώσει, να ξαναχτίσει. Η Μπουρκίνα δεν ζητά άδεια. Ζητά χώρο. Χώρο για να αναλογιστεί τι σημαίνει δημοκρατία, σε ένα περιβάλλον που δεν υπήρξε ποτέ ουδέτερο.
Ίσως, τελικά, το πιο ριζοσπαστικό βήμα να μην είναι η τέλεια λύση — αλλά η απόφαση ενός λαού να γράψει το επόμενο κεφάλαιο με τα δικά του χέρια.