July 10, 2025
Μετανάστευση: Από τα συνθήματα στους αριθμούς

Η πολιτική ρητορική γύρω από τη μετανάστευση έχει αλλάξει ύφος — και όχι προς το ηπιότερο. Oι λέξεις «εισβολή», «αντικατάσταση πληθυσμού» και «λαθρομετανάστης» δεν προέρχονται μόνο από περιθωριακά ακροδεξιά μέσα αλλά εκστομίζονται σε επίσημες δηλώσεις υπουργών, εν είδει προειδοποίησης. «Τρία εκατομμύρια από τη Βόρεια Αφρική θέλουν να έρθουν στην Ευρώπη» – ακούσαμε. «Η Ελλάδα δεν θα ανεχτεί την εισβολή» – ειπώθηκε. Και ακόμα χειρότερα: ότι όσοι περάσουν, «καλό είναι να αισθάνονται κρατούμενοι».  Λόγια που ομως σπάνια συνοδεύονται από τεκμηρίωση.

Προβάλλεται ένας κίνδυνος σχεδόν υπαρξιακός: πως η Ευρώπη «θα αλλοιωθεί», πως η Ελλάδα «θα πλημμυρίσει», πως οι μετανάστες δεν έρχονται για να σωθούν, αλλά για να εγκατασταθούν και σταδιακα να εκτοπίσουν τον ντοπιο πληθυσμό. 

Ποιά είναι όμως η αλήθεια πίσω απο τις κραυγές;

1. Παγκόσμια εικόνα: Η μετανάστευση είναι η εξαίρεση

Σύμφωνα με τον ΟΗΕ και τον ΙΟΜ  (2024), οι μετανάστες παγκοσμίως φτάνουν τα 281 εκατομμύρια άτομα — δηλαδή περίπου το 3,5% του παγκόσμιου πληθυσμού.

Αυτό το ποσοστό παραμένει σχεδόν σταθερό εδώ και δεκαετίες, παρά την αύξηση του απόλυτου αριθμού. Το 1960, υπήρχαν περίπου 93 εκατομμύρια μετανάστες σε έναν πλανήτη 3 δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Το 2015, ο αριθμός είχε φτάσει τα 244 εκατομμύρια, αλλά και ο πληθυσμός της Γης είχε σχεδόν διπλασιαστεί, ξεπερνώντας τα 7 δισεκατομμύρια.

Σήμερα, με πάνω από 8 δισεκατομμύρια κατοίκους στον πλανήτη, το ποσοστό των μεταναστών παραμένει στα ίδια επίπεδα: γύρω στο 3,5%.

Με άλλα λόγια, το 96,5% των ανθρώπων παραμένει στη χώρα όπου γεννήθηκε. Η μετανάστευση, όσο κι αν προβάλλεται ως "παγκόσμιο φαινόμενο", αφορά ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού — και το ποσοστό αυτό δεν έχει αυξηθεί δραματικά εδώ και δεκαετίες.  

Κατά καιρούς — και ανάλογα με τις γεωπολιτικές συνθήκες — παρατηρούνται αυξομειώσεις στις ετήσιες μεταναστευτικές ροές. Το είδαμε, για παράδειγμα, με την πρόσφατη κρίση στη Συρία. Ωστόσο, σε παγκόσμιο επίπεδο, ο συνολικός αριθμός μεταναστών ως ποσοστό του πληθυσμού παραμένει σταθερός

2. Η Ευρωπαϊκή Ένωση: Ποιοι έρχονται και γιατί

 Στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 450 εκατομμυρίων κατοίκων, περίπου 55 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν γεννηθεί εκτός ΕΕ — δηλαδή γύρω στο 12%.

Από αυτούς:

  • περίπου 9% είναι Ουκρανοί πρόσφυγες πολέμου,
  • άλλοι 9% προέρχονται από ανεπτυγμένες χώρες (ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία, ΗΒ),
  • ενώ περίπου 15–16% κατάγονται από τα Βαλκάνια και τον Καύκασο.
Το ποσοστό των μεταναστών από φτωχότερες χώρες της Ασίας και της Αφρικής αντιστοιχεί σε λιγότερο από το 10% του συνολικού πληθυσμού της ΕΕ.
Κι όμως, είναι αυτοί που καλύπτουν κρίσιμες ανάγκες: φροντίζουν ηλικιωμένους, δουλεύουν στα χωράφια, καθαρίζουν δημόσιους χώρους, μαγειρεύουν και σερβίρουν στα εστιατόρια.

Δεν πρόκειται για «εισβολή». Πρόκειται για εργαζόμενους που στηρίζουν σιωπηλά την καθημερινότητα της Ευρώπης — σε τομείς όπου οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι δεν επιλέγουν πλέον να απασχοληθούν.

Πόσοι είναι τελικά – και ποιοι

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 44,7 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν γεννηθεί εκτός ΕΕ, δηλαδή περίπου 9,9% του συνολικού πληθυσμού — πρόκειται για την πρώτη γενιά μεταναστών. Από την πλευρά της δεύτερης γενιάς, η Eurostat εκτιμά ότι περίπου 21 εκατομμύρια άτομα ηλικίας 15–64 ετών είναι παιδιά μεταναστών από χώρες εκτός ΕΕ, δηλαδή περίπου 7,5% του ενεργού πληθυσμού.

Συνολικά, η πληθυσμιακή παρουσία με μεταναστευτική καταγωγή εκτός ΕΕ ανέρχεται περίπου σε 17–18% του ευρωπαϊκού πληθυσμού.

Από αυτό το σύνολο:

  • το 4,5% αφορά άτομα τουρκικής, πακιστανικής, αφρικανικής ή αραβικής καταγωγής — δηλαδή τις κοινότητες που συχνά στοχοποιούνται πολιτικά και ρητορικά,
  • ενώ το υπόλοιπο 13% αφορά άλλες κοινότητες: Λατινοαμερικανοί, Ασιάτες (π.χ. από Κίνα, Φιλιππίνες, Βιετνάμ),  αλλά και μετανάστες από ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία και άλλες ανεπτυγμένες χώρες.

Η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη απ’ όσο παρουσιάζεται: οι μετανάστες δεν είναι όλοι ίδιοι, ούτε προέρχονται από τις ίδιες περιοχές — και σίγουρα δεν αποτελούν ομοιογενές σύνολο με ενιαία πολιτισμική ταυτότητα.

Οι ορατές συγκεντρώσεις σε συγκεκριμένες γειτονιές μεγάλων πόλεων δεν αντικατοπτρίζουν τον συνολικό πληθυσμό της χώρας ή της ηπείρου. 

Δεν πρόκειται για «αλλαγή πληθυσμού», αλλά για ορατές μειονοτικές παρουσίες σε συγκεκριμένες γεωγραφικές εστίες, οι οποίες συχνά μετατρέπονται σε εργαλειοποιημένο φόβο.

3. Η Ελλάδα: Το 1,7% δεν «αλλάζει τον πληθυσμό»

 Σύμφωνα με τον EU Migration Atlas (2024), περίπου 938.000 κάτοικοι της Ελλάδας έχουν γεννηθεί εκτός ΕΕ — δηλαδή γύρω στο 9% του πληθυσμού.

Από αυτούς:

  • το 50% είναι απο την Αλβανία, και διαμένουν στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες,
  • περίπου 5% προέρχονται από ανεπτυγμένες χώρες (Β. Αμερική, Καναδας κλπ)
  • οι υπόλοιποι είναι κυρίως από Βαλκάνια, Καύκασο, Ασία και Αφρική.

Αν περιοριστούμε σε μετανάστες από την Ασία και την Αφρική (ανεξαρτήτως υπηκοότητας), ο αριθμός δεν ξεπερνά τις 180.000 με 200.000 — δηλαδή περίπου το 1,7% του πληθυσμού.

 Αν εξετάσουμε πιο αναλυτικά τα στοιχεία, βλέπουμε ότι στην Ελλάδα ζουν σήμερα περίπου 60.000 Πακιστανοί, και 15 000 απο το Μπαγκλαντες ενώ οι υπήκοοι αραβικών χωρών — δηλαδή από Συρία, Αίγυπτο, Ιράκ και Λίβανο — υπολογίζονται σε περίπου 90.000 άτομα.  Οι μετανάστες από την υποσαχάρια Αφρική υπολογίζονται γύρω στις 25.000–30.000

Συνολικά, οι ομάδες αυτές αθροίζονται σε περίπου 180.000- 200,000  άτομα, δηλαδή περίπου 1,7–1,8% του πληθυσμού. Πρόκειται για μικρές μειονοτικές κοινότητες, συγκεντρωμένες κυρίως σε μεγάλα αστικά κέντρα — και όχι για μαζική «αλλαγή πληθυσμού», όπως ισχυρίζεται η δημόσια ρητορική. 

 Οι κοινότητες μεταναστών δεν είναι απλώς στατιστικές καταγραφές. Είναι εργατικά χέρια που στηρίζουν την ελληνική οικονομία σε τομείς όπου η εγχώρια συμμετοχή μειώνεται διαρκώς — από τη γεωργία και την καθαριότητα μέχρι τις κατασκευές και την εστίαση. Πολλοί από αυτούς διαθέτουν νόμιμα έγγραφα, εργάζονται, πληρώνουν φόρους και καλύπτουν ανάγκες που, χωρίς αυτούς, θα έμεναν ακάλυπτες. Δεν μιλάμε για περιθώριο, αλλά για δομικά στοιχεία της καθημερινής λειτουργίας της χώρας

4. Ποιοι φεύγουν, ποιοι έρχονται

 Μέσα στην οχλαγωγία για «εισβολές» και «αντικατάσταση πληθυσμών», παραμένει ένα γεγονός που σπάνια συζητιέται: η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια χάνει περισσότερους ανθρώπους απ’ όσους υποδέχεται.

Από το 2019 μέχρι το 2023, σχεδόν 400.000 Έλληνες έφυγαν στο εξωτερικό — στην πλειοψηφία τους νέοι, μορφωμένοι, με δεξιότητες, σε παραγωγική ηλικία. 

Το 2023 μόνο, 159.000 άτομα εγκατέλειψαν τη χώρα, ενώ την ίδια χρονιά ήρθαν περίπου 100.000 εποχικοί εργάτες – με εξάμημες άδειες, χωρίς μόνιμη εγκατάσταση.

Η πραγματική εικόνα δεν είναι αυτή μιας Ελλάδας που «πλημμυρίζει» από μετανάστες. Είναι αυτή μιας χώρας που αδειάζει από το ανθρώπινο δυναμικό της και προσπαθεί να καλύψει κενά με προσωρινές λύσεις.

5. Η ένταξη δεν είναι αυτονόητη — και τα προβλήματα δεν είναι «εισαγόμενα»

Η δημόσια συζήτηση για τη μετανάστευση στην Ευρώπη συχνά παραλείπει μια βασική αλήθεια: η ενσωμάτωση δεν είναι αυτονόητη. Δεν αρκεί να «θέλει» κάποιος να ενταχθεί — χρειάζονται πολιτικές, θεσμοί και υποδομές που να το καθιστούν εφικτό.

Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες πράγματι αναπτύχθηκαν τέτοια εργαλεία: μαθήματα γλώσσας, προγράμματα πολιτισμικού προσανατολισμού, συμβουλευτική για την αγορά εργασίας. Ωστόσο, το πρόβλημα δεν ήταν η απουσία υποδομών. Ήταν η αποσπασματικότητα, η έλλειψη συνέχειας, η υποχρηματοδότηση και η αδύναμη εφαρμογή, σε συνδυασμό με τη γκετοποίηση που προέκυψε από τη χωρική συγκέντρωση πληθυσμών και την πολιτική εργαλειοποίηση του ζητήματος.

Η Σουηδία είναι συχνά στο επίκεντρο αυτής της συζήτησης. Περίπου 20% του πληθυσμού της έχει γεννηθεί στο εξωτερικό, ενώ σε πόλεις όπως το Μάλμε το ποσοστό φτάνει το 45%. Παρά τις σημαντικές επενδύσεις, η ανεπαρκής σύνδεση με την αγορά εργασίας, η έλλειψη υποχρεωτικής εκμάθησης γλώσσας σε κρίσιμες περιόδους και η συγκέντρωση μεταναστών σε περιοχές με υψηλή ανεργία δημιούργησαν θύλακες κοινωνικού αποκλεισμού.

Παρόμοια φαινόμενα εμφανίστηκαν και στη Γαλλία, τη Γερμανία, τις Κάτω Χώρες. Τα προγράμματα υπήρξαν, αλλά χωρίς επαρκή παρακολούθηση, μακροχρόνιο σχεδιασμό και διατομεακή συνεργασία — η ένταξη έμεινε ημιτελής, και σε κάποιες περιπτώσεις, αδρανής.

Η ένταξη όμως δεν είναι ατομικό ζήτημα. Είναι θεσμική υπόθεση. Είναι σύστημα. Χρειάζεται σχεδιασμό, συνέπεια και βούληση για να λειτουργήσει. Όταν αυτά απουσιάζουν, δημιουργούνται συνθήκες αποκλεισμού — όχι επειδή «οι μετανάστες δεν προσπαθούν», αλλά επειδή το περιβάλλον δεν τους το επιτρέπει.

Η Ελλάδα, σε αυτό το πεδίο, έχει να επιδείξει μια σταθερή θεσμική απουσία. Δεν υπάρχει υποχρεωτική εκμάθηση γλώσσας. Δεν υπάρχουν μηχανισμοί αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων. Οι διαδρομές πολιτογράφησης είναι χρονοβόρες και αποτρεπτικές. Ακόμα και όσοι γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν εδώ, συχνά παραμένουν «ξένοι» — όχι μόνο νομικά, αλλά και στη συλλογική συνείδηση.

Κι όμως, από το 2014 έως το 2020, η Ελλάδα έλαβε πάνω από 3,4 δισεκατομμύρια ευρώ ευρωπαϊκής χρηματοδότησης για τη διαχείριση μεταναστευτικών ροών. Από αυτά, σημαντικό μέρος προοριζόταν για δράσεις ένταξης (αν και τελικα για λογους γραφειοκρατίας μόνο το 54% εκταμιεύτηκε). Για την περίοδο 2021–2027, το ποσό που έχει εγκριθεί από το Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης (AMIF) ανέρχεται σε 477,7 εκατομμύρια ευρώ.

Έργα όπως το HELIOS της ΙΟΜ, με δράσεις στέγασης, εκπαίδευσης και εργασιακής ένταξης, ή το All Children in Education της UNICEF, που διασφαλίζει πρόσβαση των παιδιών στο σχολείο, δείχνουν πως υπήρχε το πλαίσιο. Παρόλα αυτά, η πολιτική προτεραιότητα δόθηκε αλλού: στην αποτροπή, στην επιτήρηση, στη διαχείριση των ροών.

Η απουσία ενός συνεκτικού μηχανισμού ένταξης δεν οφείλεται σε ανικανότητα ή έλλειψη χρηματοδότησης. Αντίθετα, όλα δείχνουν πως υπήρξε —τουλάχιστον σε κρίσιμες περιόδους— πολιτική επιλογή να μην υλοποιηθεί κάτι πέρα από τα απολύτως απαραίτητα.

Το συμπέρασμα δεν είναι ότι «η ένταξη απέτυχε παντού». Είναι ότι η ένταξη απαιτεί συνέπεια, προνοητικότητα και επένδυση — όχι μόνο οικονομική, αλλά και θεσμική και κοινωνική. Όταν αυτή λείπει, το κενό το καταλαμβάνει η καχυποψία, ο φόβος και η πολιτική δημαγωγία.

 6. Γιατί φτάνουν κυρίως άνδρες;

 Ένα από τα επιχειρήματα που επανέρχονται συχνά στον δημόσιο λόγο είναι πως «έρχονται κυρίως νεαροί άνδρες, άρα δεν πρόκειται για πρόσφυγες, αλλά για εισβολείς».

Η πραγματικότητα, όμως, είναι πολύ πιο σύνθετη. Σε περιόδους πολέμου, φτώχειας ή εκτεταμένης ανασφάλειας, οι οικογένειες —ιδίως σε κοινωνίες της Ασίας και της Αφρικής— παίρνουν μια  στρατηγική απόφαση: να στείλουν πρώτα τον νεαρό άνδρα. Εκείνον που έχει τη σωματική αντοχή να διασχίσει επικίνδυνες διαδρομές, να επιβιώσει σε ασταθείς συνθήκες, να αναζητήσει εργασία, να στείλει χρήματα πίσω ή να ξεκινήσει νόμιμα τη διαδικασία οικογενειακής επανένωσης.

Ο άνδρας αυτός δεν φεύγει για να εγκαταλείψει — φεύγει για να ανοίξει δρόμο. Αν τα καταφέρει, η σύζυγος και τα παιδιά θα τον ακολουθήσουν.

Αντιθέτως, οι γυναίκες και τα παιδιά είναι πολύ πιο ευάλωτοι στη διαδρομή. Σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, οι γυναίκες έχουν έως και τριπλάσια πιθανότητα να χάσουν τη ζωή τους σε ναυάγια — συχνά λόγω ενδυμασίας, έλλειψης κολυμβητικής ικανότητας ή επειδή κρατούν παιδιά. Παράλληλα, κατά μήκος των μεταναστευτικών διαδρομών, ειδικά μέσω του Σαχέλ και της Λιβύης, η σεξουαλική βία είναι συστηματική: εκτιμάται ότι έως και 90% των γυναικών και κοριτσιών βιάζονται κατά τη διάρκεια του ταξιδιού (UNHCR/UN Women), ενώ ο IOM αναφέρει ότι 60–80% των θυμάτων trafficking είναι γυναίκες και ανήλικα κορίτσια κατα τη διάρκεια της μετανάστευσης. Ωστόσο, μόλις 34% των περιστατικών σεξουαλικης βίας καταγγέλλονται, λόγω φόβου ή πλήρους ατιμωρησίας.

Και ενώ στα πρώτα στάδια του ταξιδιού οι άνδρες υπερτερούν, η εικόνα αλλάζει στους προσφυγικούς καταυλισμούς. Στις περισσότερες δομές φιλοξενίας —όπως τα camps του Υπουργείου Μετανάστευσης ή το πρόγραμμα ESTIA στην Ελλάδα— οι γυναίκες και τα παιδιά αποτελούν την πλειοψηφία. Σε πολλές περιπτώσεις υπερβαίνουν το 60% των φιλοξενούμενων.

Με άλλα λόγια, δεν φτάνουν λιγότερες γυναίκες επειδή δεν θέλουν ή επειδή «κάτι κρύβεται». Φτάνουν λιγότερες επειδή δεν μπορούν. Επειδή το ταξίδι είναι φονικό — κι επειδή η αποστολή του άνδρα πρώτα είναι μια έσχατη στρατηγική επιβίωσης για την οικογένεια.

Η παρουσία περισσότερων ανδρών στα αρχικά στάδια δεν αποτελεί απόδειξη εισβολής, αλλά τεκμήριο κινδύνου. Και ο κίνδυνος αυτός δεν είναι ούτε θεωρητικός, ούτε υποθετικός — είναι καθημερινός, πραγματικός και, συχνά, θανατηφόρος.

7. Ποιός ειναι τελικά ο  "εχθρός"; 

Η Ελλάδα —όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη— δεν βιώνει εισβολή. Βιώνει την ιστορική πρόκληση να διαχειριστεί, με θεσμική σοβαρότητα και κοινωνική υπευθυνότητα, ένα φαινόμενο που δεν είναι παροδικό. Οι μετακινήσεις πληθυσμών δεν θα σταματήσουν όσο υπάρχουν πόλεμοι, ακραίες ανισότητες και κλιματική αποσταθεροποίηση.

Κι όμως, αντί να σταθούμε σε αυτές τις γενεσιουργές αιτίες, η δημόσια συζήτηση μετατοπίζεται διαρκώς. Η εικόνα του «επικίνδυνου ξένου» προβάλλεται ως απειλή, όχι επειδή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά επειδή βολεύει πολιτικά. Χρησιμοποιείται ως εργαλείο: για να καλλιεργηθεί φόβος, να δικαιολογηθούν αυταρχικές πολιτικές και οικονομικά σκάνδαλα, να παρακαμφθούν οι αποτυχίες σε υγεία, εκπαίδευση και κοινωνική προστασία.

Γιατί όσο συζητάμε για τον «μετανάστη εισβολέα», δεν συζητάμε για τον εργοδότη που παραβιάζει εργασιακά δικαιώματα. Γιατί όσο εστιάζουμε στη γειτονιά που «αλλάζει», αποσιωπούμε τις ευθύνες για τις δημόσιες υποδομές που καταρρέουν. Και γιατί όσο κατασκευάζουμε εξωτερικούς εχθρούς, τόσο αποφεύγουμε να κοιτάξουμε κατάματα τους εσωτερικούς: την πολιτική και οικονομική ελίτ που, εδώ και δεκαετίες, αναπαράγει τις ίδιες ανισότητες, το ίδιο μοντέλο ανάπτυξης, την ίδια ανασφάλεια.

Δεν είναι ο μετανάστης ο εχθρός. Είναι η χρήση του ως αποδιοπομπαίου τράγου. Είναι η επιλογή να εργαλειοποιείται ο φόβος, για να συγκαλυφθούν αδυναμίες, αδικίες και στρατηγικά αδιέξοδα. Και αυτή δεν είναι απλώς μια πολιτική επιλογή. Είναι μια ηθική χρεοκοπία.