August 22, 2025
Το Ψηφιακό Πανοπτικόν: Πώς τα σύνορα, οι πόλεμοι και η φτώχεια γίνονται βιομηχανία κέρδους

Βρισκόμαστε στο 1791: ο Τζέρεμι Μπένθαμ, σε μια προσπάθεια να αναμορφώσει το σωφρονιστικό σύστημα της Αγγλίας, συλλαμβάνει την ιδέα της «ιδανικής φυλακής». Μιας φυλακής που δεν θα στηριζόταν στην αυθαιρεσία και τη βαρβαρότητα της σωματικής τιμωρίας, αλλά στον ορθολογισμό. Ο Μπένθαμ, ως οπαδός του ωφελιμισμού, πίστευε σε ένα σύστημα που θα μείωνε τον πόνο αλλά θα παρήγαγε τα μέγιστα κοινωνικά οφέλη.

Κι έτσι φαντάστηκε το Πανοπτικόν: μια φυλακή όπου ο κάθε κρατούμενος ζει κάτω από το βλέμμα ενός αόρατου επιτηρητή, και η ίδια η πιθανότητα της παρακολούθησης αρκεί για να επιβάλλει πειθαρχία. Για τον Μπένθαμ αυτή θα ήταν η απάντηση στο βάρβαρο σωφρονιστικό σύστημα της εποχής — μια φυλακή που θα λειτουργούσε ως μηχανισμός αναμόρφωσης και όχι απλής καταστολής, με στόχο οι κρατούμενοι να μάθουν πειθαρχία ώστε να επιστρέψουν στην κοινωνία.

Οι βρετανικές αρχές δεν συγκινήθηκαν από το όραμα του Μπένθαμ και έτσι εκείνος πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του προσπαθώντας να τους πείσει να το δεχτούν — κάτι που όμως δεν έγινε ποτέ. Ίσως γιατί, 230 χρόνια πριν, το κράτος δεν είχε ακόμη τα «σωστά» ανακλαστικά για να εκτιμήσει το Πανοπτικόν για αυτό που πραγματικά ήταν: ένα ψυχολογικό βασανιστήριο, όπου ο κρατούμενος δεν γνώριζε ποτέ αν τον παρατηρούν ή όχι, ζώντας συνεχώς σαν εκτεθειμένος σε μια αόρατη αρχή που δεν μπορούσε να κατονομάσει. Δεν γνώριζε πάντα τι επιτρέπεται και τι όχι· άρα εσωτερίκευε τον φόβο της τιμωρίας σε κάθε του κίνηση.

Αυτός ο μηχανισμός πειθαρχίας μπορεί να έμοιαζε στον Μπένθαμ με ορθολογική συνταγή κοινωνικού οφέλους· στην πράξη όμως δημιουργούσε μια κατάσταση μόνιμης αυτολογοκρισίας και καταπίεσης – ένα σύστημα που περισσότερο οδηγεί στην τρέλα μάλλον παρά στην «αναμόρφωση».

 Δύο αιώνες μετά, το Πανοπτικόν δεν είναι πια φιλοσοφική αλληγορία. Αν και οι βασικές του αρχές —η αδιάκοπη επιτήρηση, ο φόβος της τιμωρίας, η εσωτερίκευση της πειθαρχίας— είχαν ήδη βρει γόνιμο έδαφος σε ολοκληρωτικά καθεστώτα του 20ού αιώνα, σήμερα η ίδια λογική έχει μετεξελιχθεί σε κάτι πιο περίπλοκο και πιο επικίνδυνο: ένα Πανοπτικόν ψηφιακό, στρατιωτικοποιημένο και άρρηκτα δεμένο με τις πιο σκοτεινές όψεις της παγκόσμιας οικονομίας. 

Από τα ευρωπαϊκά σύνορα μέχρι την έρημο του Σαχέλ και από τη Γάζα μέχρι τον Έβρο, η ασφάλεια και η μετανάστευση έχουν μετατραπεί σε μια παγκόσμια αγορά. Μια βιομηχανία που θρέφεται από τον φόβο, παράγει αποκλεισμό, και χρηματοδοτείται – ειρωνικά – από εμάς τους ίδιους - εν αγνοία μας. 

1. Η βιομηχανία των συνόρων

 Η μετανάστευση παρουσιάζεται όλο και περισσότερο ως «κρίση», «απειλή» ή «εισβολή». Αυτό το αφήγημα δεν είναι τυχαίο: νομιμοποιεί μια βιομηχανία που εκτοξεύεται σε τζίρους. Σύμφωνα με την έκθεση Financing Border Wars (Transnational Institute, 2021), η παγκόσμια αγορά «ασφάλειας συνόρων» αναμένεται να φτάσει τα 65–68 δισ. δολάρια  μέχρι τα τέλη του 2025, με τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης να καταγράφονται στις τεχνολογίες βιομετρίας και τεχνητής νοημοσύνης.

Πίσω από αυτόν τον τζίρο βρίσκουμε ονόματα γνώριμα: Airbus, Thales, Lockheed Martin, Elbit Systems, IBM, Accenture, IDEMIA, Palantir. Εταιρείες που φτιάχνουν αεροπλάνα και πυραύλους, αλλά και λογισμικά αναγνώρισης προσώπου, βάσεις δεδομένων βιομετρικών στοιχείων, φράχτες, drones και συστήματα παρακολούθησης.

Στη Μόρια, για παράδειγμα, η φύλαξη μέχρι το 2018 είχε ανατεθεί στην G4S, την ίδια εταιρεία που διαχειρίζεται φυλακές στη Νότια Αφρική και checkpoints στη Δυτική Όχθη. Η Civipol, μετόχοι της οποίας είναι το γαλλικό κράτος και μεγάλες εταιρείες όπλων, έχει στήσει εθνικές βάσεις αποτυπωμάτων στο Μάλι και στη Σενεγάλη, με συγχρηματοδότηση της ΕΕ. Τα δεδομένα αυτών των βάσεων χρησιμοποιούνται για απελάσεις – ένα τέλειο παράδειγμα πώς η «αναπτυξιακή συνεργασία» γίνεται εργαλείο αποκλεισμού.

2. Ποιος κερδίζει; – Οι αόρατοι μέτοχοι

 Πίσω από τις πολυεθνικές της ασφάλειας, υπάρχει ένα άλλο στρώμα εξουσίας: τα επενδυτικά funds. Η BlackRock, η Vanguard και η State Street είναι οι μεγαλύτεροι μέτοχοι στις περισσότερες από τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη βιομηχανία των συνόρων.

Η Vanguard, για παράδειγμα, κατέχει μετοχές σε 15 από τις 17 κορυφαίες εταιρείες του κλάδου· η State Street έχει πάνω από 15% της Lockheed Martin· η BlackRock είναι μέτοχος σε τουλάχιστον 11 κολοσσούς. Το κεφάλαιό τους προέρχεται από τις συντάξεις, τα πανεπιστημιακά endowments και τα ασφαλιστικά ταμεία. Με άλλα λόγια, οι πολίτες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, εν αγνοία τους, χρηματοδοτούν φράχτες, απελάσεις και στρατιωτικοποιημένα σύνορα.

Η διαπλοκή είναι τέτοια που οι ίδιες εταιρείες που κερδίζουν από συμβόλαια φτιάχνουν και τις ίδιες τις πολιτικές: συμμετέχουν σε επιτροπές της ΕΕ, εκπονούν μελέτες, χρηματοδοτούν think tanks και «ειδικούς». Έτσι, οι πολιτικές που εφαρμόζονται είναι ακριβώς αυτές που τις συμφέρουν. Σε αυτό προστίθεται και το φαινόμενο των revolving doors: πρώην αξιωματούχοι της ΕΕ ή εθνικών κυβερνήσεων αναλαμβάνουν καίριες θέσεις σε εταιρείες όπλων και ασφάλειας —και το αντίστροφο.    Χαρακτηριστικό παράδειγμα από την Ελλάδα είναι ο Παναγιώτης Κοντολέων. Από διευθύνων σύμβουλος της G4S Ελλάς, μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες ιδιωτικής ασφάλειας στον κόσμο, τοποθετήθηκε το 2019 διοικητής της ΕΥΠ. Παραιτήθηκε το 2022 μετά το σκάνδαλο των υποκλοπών, αλλά η μετάβασή του από την ιδιωτική βιομηχανία ασφάλειας στην κορυφή της κρατικής μυστικής υπηρεσίας δείχνει ξεκάθαρα πόσο θολές είναι οι γραμμές ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό συμφέρον.  

Στο εξωτερικό, τα παραδείγματα είναι αμέτρητα, όπως ο πρώην διευθυντής της Frontex, Fabrice Leggeri, μετά την παραίτησή του το 2022 (μετά τις αποκαλύψεις για παράνομες επαναπροωθήσεις), βρέθηκε να συνεργάζεται με think tanks και δίκτυα που προωθούν σκληρές πολιτικές συνόρων και να πολιτεύεται με την ακροδεξιά στη Γαλλία ενω στις ΗΠΑ  πρώην υπουργοί Άμυνας και ανώτατοι στρατιωτικοί περνούν σχεδόν αυτόματα στα διοικητικά συμβούλια κολοσσών όπως η Lockheed Martin, η Raytheon ή η Northrop Grumman. Ο ίδιος ο πρώην υπουργός Άμυνας Mark Esper, για παράδειγμα, είχε περάσει από ανώτερη θέση στη Raytheon πριν διοριστεί στην κυβέρνηση Τραμπ.

Αυτή η κυκλική κίνηση στελεχών —από κυβερνητικά γραφεία σε εταιρείες και πίσω— δημιουργεί ένα κλειστό κύκλωμα ισχύος. Οι πολιτικές αποφάσεις δεν λαμβάνονται με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον αλλά με το βλέμμα στραμμένο στα επόμενα συμβόλαια.

3. Εξαγωγή συνόρων – Το Πανοπτικόν στην Αφρική

 Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αρκείται στο να υψώνει τείχη στα εξωτερικά της σύνορα. Εξάγει τα σύνορα της βαθιά στην Αφρική, μετατρέποντας  τη Δυτική Αφρική σε μια «buffer zone».

Η Frontex, ο ευρωπαϊκός οργανισμός συνόρων, έχει εγκαταστήσει Risk Analysis Cells σε οκτώ χώρες της Δυτικής Αφρικής, Νίγηρα, Νιγηρία, Μάλι, Σενεγάλη, Γκάνα, Ακτή Ελεφαντοστού, Γκάμπια και Μαυριτανία. Οι μονάδες αυτές συλλέγουν, επεξεργάζονται και ανταλλάσσουν πληροφορίες με την ΕΕ σε πραγματικό χρόνο, ουσιαστικά «εξάγοντας» τα ευρωπαϊκά σύνορα στην Αφρική. Μετά τα πραξικοπήματα σε Νίγηρα και Μάλι, η συνεργασία της ΕΕ και της Frontex έχει γίνει πιο ασταθής και αβέβαιη. Παρά τις πολιτικές ανατροπές, δεν έχει υπάρξει επίσημη αποχώρηση της Frontex από τις χώρες αυτές· ωστόσο, το μέλλον των RACs εκεί παραμένει αμφίβολο και αντικείμενο διαπραγματεύσεων

Παράλληλα μέσα  από το δίκτυο AFIC (Africa-Frontex Intelligence Community), 31 αφρικανικά κράτη συμμετέχουν σε κοινές επιχειρήσεις επιτήρησης.

Η ΕΕ έχει προσπαθήσει να συνάψει «συμφωνίες καθεστώτος» με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη ώστε πράκτορες της Frontex να δρουν με δικαίωμα οπλοφορίας και ασυλία από δίωξη. Παρότι αυτές οι συμφωνίες πάγωσαν μετά από κοινωνικές αντιδράσεις, η κατεύθυνση είναι σαφής: μια νέα μορφή αποικιακής παρουσίας, ντυμένη με το μανδύα της «ασφάλειας».

Η επίπτωση στις τοπικές κοινωνίες είναι καταστροφική: περιορίζεται η ελευθερία κίνησης, το εμπόριο στραγγαλίζεται, και χιλιάδες άνθρωποι που ζούσαν από τη διασυνοριακή οικονομία βυθίζονται στη φτώχεια. Η έρημος του Νίγηρα αποκαλείται ήδη «ανοικτό  νεκροταφείο», καθώς εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες πεθαίνουν σε διαδρομές που έγιναν θανατηφόρες εξαιτίας της ευρωπαϊκής στρατηγικής.

4. Παράλληλοι μηχανισμοί – ΝΑΤΟ, πόλεμοι και κλίμα

 Η ίδια λογική του Πανοπτικούν –επιτήρηση, έλεγχος, στρατιωτικοποίηση– εφαρμόζεται και σε παγκόσμια κλίμακα.

Η έκθεση του TNI για το ΝΑΤΟ (Ιούνιος 2025) είναι αποκαλυπτική: οι στρατιωτικές δαπάνες του ΝΑΤΟ αυξήθηκαν από 1,17 τρισ. δολάρια το 2021 σε 1,5 τρισ. το 2024, με άνοδο 25%. Το αντίστοιχο «στρατιωτικό αποτύπωμα άνθρακα» εκτινάχθηκε κατά 40%.

Αν υλοποιηθεί ο νέος στόχος του 3,5% ΑΕΠ, οι δαπάνες θα αγγίξουν τα 13,4 τρισ. δολάρια μέχρι το 2030. Οι εκπομπές CO₂ από αυτή τη στρατιωτικοποίηση θα ισοδυναμούν με τις συνολικές ετήσιες εκπομπές Βραζιλίας και Ιαπωνίας μαζί. Και ολα αυτά τη στιγμή που μας ζητάνε να πληρώουμε "πρασινους φόρους" και "χάρτινα καλαμάκια." 

Οι ωφελημένοι είναι ξανά οι ίδιοι: οι δέκα μεγαλύτερες εταιρείες όπλων των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ κατέγραψαν αύξηση τζίρου 7,8% μέσα σε έναν χρόνο (2023–2024). Όσο οι κοινωνίες βλέπουν λιτότητα, περικοπές και πληθωρισμό, οι βιομηχανίες όπλων σπάνε ρεκόρ κερδών.

5. Το παγκόσμιο Πανοπτικόν της οικονομικής αλληλεξάρτησης

 Η μετανάστευση και η ασφάλεια δεν είναι ξεκομμένες από την παγκόσμια πολιτική οικονομία. Όπως περιγράφουν οι Henry Farrell και Abraham Newman στο Foreign Affairs (2025), ζούμε στην εποχή της «weaponized interdependence»: οι ίδιες υποδομές που κάποτε ένωναν τον κόσμο –το δολάριο, το SWIFT, το Διαδίκτυο, η παραγωγή ημιαγωγών– έχουν μετατραπεί σε όπλα ελέγχου.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες αξιοποίησαν για δεκαετίες αυτά τα «chokepoints» για να επιβάλουν κυρώσεις και να ελέγχουν τη ροή της πληροφορίας και του χρήματος. Τώρα, η Κίνα και άλλες δυνάμεις χτίζουν τα δικά τους εναλλακτικά «stacks», δημιουργώντας έναν κατακερματισμένο κόσμο όπου η οικονομική εξάρτηση είναι εργαλείο εκβιασμού.

Αυτός ο μηχανισμός μοιάζει τρομακτικά με το σύστημα των συνόρων: ελάχιστες εταιρείες κατέχουν την τεχνολογική υποδομή, κυβερνήσεις τη μετατρέπουν σε όπλο, και οι κοινωνίες πληρώνουν το κόστος. Το Πανοπτικόν δεν είναι μόνο στα σύνορα του Έβρου ή στα drones πάνω από τη Μεσόγειο· είναι μέσα στους ίδιους τους παγκόσμιους οικονομικούς κόμβους που διαμορφώνουν ποιος θα έχει πρόσβαση σε τεχνολογία, ενέργεια, ασφάλεια.

6. Η φτώχεια και η παγκόσμια ανισότητα

 Ενώ δισεκατομμύρια διοχετεύονται σε σύνορα, φράχτες και στρατούς, η φτώχεια βαθαίνει.

Σύμφωνα με την Oxfam (2024), το πλουσιότερο 1% κατέχει σχεδόν το 50% του παγκόσμιου πλούτου. Την ίδια στιγμή, περίπου 4 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν με λιγότερα από 5,50 δολάρια την ημέρα (World Bank). Ο αριθμός των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν επισιτιστική ανασφάλεια έχει ξεπεράσει τα 735 εκατομμύρια.

Η εξίσωση είναι απλή: όσο οι κοινωνικοί πόροι απορροφώνται σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς και ψηφιακές φυλακές, τόσο λιγότεροι μένουν για υγεία, παιδεία, κοινωνική πρόνοια. Η λιτότητα και η φτώχεια δεν είναι τυχαίες: είναι το άλλο πρόσωπο του ίδιου συστήματος που κάνει πλούσιες τις εταιρείες ασφάλειας και όπλων.

7. Το αυτοτροφοδοτούμενο Πανοπτικόν

 Αν προσπαθήσουμε να ενώσουμε τις αόρατες γραμμές, η εικόνα γίνεται καθαρή:

  • Τα ΜΜΕ και τα think tanks καλλιεργούν φόβο για τον «εισβολέα μετανάστη».
  • Ο φόβος νομιμοποιεί νέες δαπάνες για σύνορα και ασφάλεια.
  • Τα συμβόλαια καταλήγουν στις ίδιες εταιρείες που είχαν προτείνει τα μέτρα.
  • Οι ίδιες χρηματοδοτούν τις μελέτες και σχεδιάζουν τις «επόμενες λύσεις».
  • Όλα αυτά πληρώνονται με τις συντάξεις, τις εισφορές, τους φόρους μας.

Φόβος = Κέρδος. Κρίση = Συμβόλαιο. Ένα σύστημα που δεν έχει ανάγκη να λύσει προβλήματα· έχει ανάγκη να τα αναπαράγει.

Συμπέρασμα

 Το ψηφιακό Πανοπτικόν είναι ήδη εδώ. Από τις κάμερες στα αεροδρόμια μέχρι τις βάσεις δεδομένων στην Αφρική, από τα drones στη Μεσόγειο μέχρι τις περικοπές στα σχολεία και στα νοσοκομεία, πρόκειται για το ίδιο σύστημα: ένα πλέγμα επιτήρησης, αποκλεισμού και στρατιωτικοποίησης που θρέφεται από την ανισότητα και την ανασφάλεια.

Η ίδια εταιρεία μπορεί να πουλάει λογισμικό για τα σχολεία μας και ταυτόχρονα να εξοπλίζει τον ισραηλινό στρατό που βομβαρδίζει τη Γάζα. Το ίδιο fund που επενδύει στις συντάξεις μας χρηματοδοτεί φράχτες στον Έβρο. Το ίδιο ΝΑΤΟ που μιλάει για «ασφάλεια» καίει τον πλανήτη με τις εκπομπές του. Και είναι οι ίδιες εταιρείες που κατέχουν τις πλατφόρμες μέσα από τις οποίες μιλάμε, διασυνδεόμαστε και διαμορφώνουμε τη σκέψη μας. Όσο δεν γινόμαστε «επικίνδυνοι», μας αφήνουν αυτό το κενό για να μιλάμε ελεύθερα· την ίδια στιγμή όμως καταγράφουν, κατηγοριοποιούν και εμπορεύονται κάθε μας λέξη, κάθε εικόνα, κάθε κίνηση. Είναι οι ίδιες πλατφόρμες όπου εμείς οι ίδιοι γινόμαστε προϊόν: από το Facebook μέχρι το OnlyFans, κάθε σημείο του μυαλού και του σώματός μας μετατρέπεται σε εμπόρευμα και τροφοδοτεί μια τεράστια μηχανή μιντιακής προπαγάνδας, καμουφλαρισμένη κάτω από τον μανδύα της «αυτοδιάθεσης» και της «ελευθερίας έκφρασης».

Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Υπάρχει όμως μια πρώτη πράξη αντίστασης: να δούμε το σύστημα γι’ αυτό που πραγματικά είναι. Να αναγνωρίσουμε τις αόρατες γραμμές που συνδέουν τον αποκλεισμό με τα κέρδη, τη φτώχεια με τα σύνορα, την ανισότητα με τους πολέμους. Και τότε, ίσως, να βρούμε τρόπους να τις κόψουμε.